παγχρονία

παγχρονία
η
γλωσσ. όρος που αναφέρεται στη συνδυαστική, διαχρονική και συγχρονική θεώρηση τής γλώσσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. panchronie (< παγχρόνιος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”